πολυτεχνίᾳ

πολυτεχνίᾳ
πολυτεχνίαι , πολυτεχνία
skill in many arts
fem nom/voc pl
πολυτεχνίᾱͅ , πολυτεχνία
skill in many arts
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυτεχνία — η, ΝΑ [πολύτεχνος] η ιδιότητα τού πολύτεχνου, η επιδεξιότητα σε πολλές τέχνες, το να είναι κανείς πολύτεχνος νεοελλ. η σπουδή, η θητεία που απαιτείται για την εκμάθηση διαφόρων τεχνών …   Dictionary of Greek

  • πολυτεχνίας — πολυτεχνίᾱς , πολυτεχνία skill in many arts fem acc pl πολυτεχνίᾱς , πολυτεχνία skill in many arts fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτεχνίαν — πολυτεχνίᾱν , πολυτεχνία skill in many arts fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτεχνίῃσι — πολυτεχνία skill in many arts fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτεχνικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολυτεχνία ή στο πολυτεχνείο («πολυτεχνικές σχολές») 2. φρ. «πολυτεχνική παιδεία» παιδεία που συνδυάζει τη γενική μόρφωση και την παραγωγική διαδικασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύτεχνος. Η λ. μαρτυρείται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”